Προτάσεις για εκδηλώσεις κάθε Δευτέρα μετά τις 20:00 ή ηλεκτρονικά εδώ
Στο θέατρο του Πύργου της Φρανκφούρτης, το 1966, έκανε πρεμιέρα η παράσταση «Βρίζοντας το κοινό», η υπόθεση της οποίας μπορούσε εν μέρει να εξηγηθεί, όπως αποδείχθηκε, από τον τίτλο της. Τέσσερις ηθοποιοί ανέβηκαν στη σκηνή, καλωσόρισαν τους θεατές, ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να τους προσφέρουν καμία θεατρική σύμβαση και κατόπιν άρχισαν να τους προσβάλλουν, μέχρι που δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Ποιος θα το έλεγε ότι ο συγγραφέας εκείνου του προκλητικού κειμένου, ένας μικροκαμωμένος νεαρός με καλοχτενισμένα μακριά μαλλιά (ο οποίος, σύμφωνα με τον μύθο, κατέληξε εκείνο το βράδυ στο κρατητήριο), θα κέρδιζε 53 χρόνια αργότερα το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Πέτερ Χάντκε, λοιπόν. Μια σπάνια περίπτωση. Ο 14ος γερμανόφωνος νομπελίστας, αν και όχι Γερμανός πολίτης. Γεννήθηκε στην Αυστρία το 1942, όταν αυτή ονομαζόταν Όστμαρκ και λογιζόταν ως επαρχία του Τρίτου Ράιχ. Ο θετός του πατέρας, του οποίου το επώνυμο φέρει, ήταν Γερμανός, όπως και ο βιολογικός του πατέρας, τον οποίο όμως γνώρισε αφού ενηλικιώθηκε – αμφότεροι υπηρέτησαν στη Βέρμαχτ. Η μητέρα του ήταν Αυστριακή, αλλά με καταγωγή από τη Σλοβενία, η οποία επίσης τότε δεν υφίστατο ως ανεξάρτητη χώρα, αλλά ως μέλος της Γιουγκοσλαβίας. Λίγο μετά τη γέννησή του, και αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει, η οικογένεια Χάντκε μετακόμισε για ένα διάστημα στο Βερολίνο, στην ανατολική πλευρά, αλλά σύντομα επέστρεψε στην Αυστρία, που ήταν πλέον διαιρεμένη στις τέσσερις ζώνες ελέγχου των συμμάχων. Ο Χάντκε είναι επισήμως Αυστριακός πολίτης, αλλά στην ουσία είναι παιδί μιας Ευρώπης φαντασμάτων.
Το παράλογο της ύπαρξης
Έμαθε να αγαπά το γράψιμο συμμετέχοντας στο περιοδικό του κατά τα άλλα απεχθούς γι’ αυτόν καθολικού σχολείου όπου φοίτησε. Αργότερα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Γκρατς (χωρίς να πάρει το πτυχίο του), καλλιεργώντας το εσωτερικό και το εξωτερικό του ύφος και περνώντας τις νύχτες του βλέποντας ταινίες στον κινηματογράφο και ακούγοντας μουσική στα κλαμπ της πόλης. Γνώρισε την ηθοποιό Λίμπγκαρντ Σβαρτς (την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησαν μαζί μία κόρη) και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα («Σφήκες», 1965), χάρη στο οποίο κέρδισε μια αρχική φήμη και μαζί μια πρόσκληση στη συνεδρίαση του «Γκρουπ 47», της ομάδας των μεγάλων γερμανόφωνων συγγραφέων, που πραγματοποιήθηκε στο Πρίνστον. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν νεαρό που βρισκόταν ανάμεσα σε ιερά τέρατα (παρευρισκόταν, για παράδειγμα, ο νομπελίστας Γκίντερ Γκρας), ο Χάντκε κατέκρινε με αυθάδεια την –με δικά του λόγια– «περιγραφική ανικανότητα» της γενιάς που ήταν έτοιμος να διαδεχθεί. Αργότερα θα τα έβαζε και με τον Τόμας Μαν, που κατά κανόνα δύσκολα «αγγίζεται», λέγοντας ότι ήταν ένας «τρομερά κακός συγγραφέας».
Ήταν σαφές ότι ήταν ιδιαίτερος· προκλητικός, πειραματιστής, με βαθιά σκέψη, ένας δημιουργός χειμαρρώδης, που κινούνταν με άνεση ανάμεσα στην ποίηση, στο μυθιστόρημα και στο θέατρο, ένα ανφάν τερίμπλ που ετοιμαζόταν να κατακτήσει τον κόσμο με τις λέξεις του. Το 1967 έγραψε το αβανγκάρντ θεατρικό κείμενο «Κάσπαρ» (για τον πραγματικό Κάσπαρ Χάουζερ και την αιχμαλωσία της γλώσσας) και το 1970 κυκλοφόρησε το «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» (εκδ. Gutenberg), ένα εμβληματικό μυθιστόρημα με το οποίο έφερνε την αίσθηση του παραλόγου (κατά τον Καμί) στη σύγχρονη εποχή, υπογραμμίζοντας τη διαρκή έλλειψη νοήματος που προκαλεί η ανθρώπινη φύση. Εκείνα τα χρόνια ήταν ο εν εξελίξει νέος μεγάλος συγγραφέας της Ευρώπης, διαβαζόταν μαζικά, κέρδιζε βραβεία.
Το 1971, και ενώ εν τω μεταξύ είχε γίνει πατέρας, πληροφορήθηκε την αυτοκτονία της μητέρας του (την οποία περιέγραψε αποστασιοποιημένα στο «Αμέριμνη δυστυχία», εκδ. Νεφέλη). Λίγο αργότερα, ο γάμος του διαλύθηκε, άλλαξε πολλούς τόπους κατοικίας (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, ΗΠΑ), παράλληλα υπέφερε από κρίσεις πανικού, νοσηλεύτηκε, ταξίδεψε πολύ και σε όλο τον κόσμο. Γνώρισε τον Βιμ Βέντερς και έγραψε σενάρια για τις ταινίες του (όπως το αριστουργηματικό «Τα φτερά του έρωτα»), ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία, μεταφέροντας στο σινεμά δύο δικά του βιβλία, το «Η αριστερόχειρη γυναίκα» (εκδ. Μελάνι) και «Η απουσία» (εκδ. Δωρικός), καθώς και το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντιράς «Η αρρώστια του θανάτου» (εκδ. Εξάντας). Έγραψε επίσης δεκάδες ακόμα μυθιστορήματα, που φανέρωσαν έναν ακατάβλητο εξερευνητή της «ανθρώπινης κατάστασης» και κατέστησαν σαφές ότι το επίπεδό του ήταν τέτοιο που θα δικαιολογούσε κάποτε μια διάκριση όπως αυτή του Νόμπελ (με την έννοια όσων το βραβείο συμβολίζει). Στα κείμενά του υπάρχει συχνά ένα καφκικό φίλτρο («ο Κάφκα είναι το μοντέλο», έχει πει), ενώ κυριαρχεί μια αόριστη νοσταλγία, δοσμένη με μια πρόζα συνειρμική και μελαγχολική, κι άλλοτε αφήνεται σε γλωσσικούς πειραματισμούς, προσπαθώντας να αναθεωρήσει την παραδοσιακή χρήση της γλώσσας.
Ποιος ήταν ο πραγματικός Κάσπαρ Χάουζερ
Πρόκειται για μια από τις πιο περίεργες ιστορίες του κόσμου. Πίσω της κρύβεται ένα μυστήριο τόσο μεγάλο, που έχει γίνει θέμα για πάνω από 300 βιβλία. Και παρόλο που χιλιάδες άνθρωποι την έχουν αναλύσει, παραμένει άλυτη. Για τι πρόκειται; Για μια απίστευτη συνωμοσία ή για μια απλή περίπτωση τυχοδιώκτη;
Όλα ξεκίνησαν το πρωινο της 26ης Μαΐου του 1828 στην Νυρεμβέργη. Εκείνη την ημέρα ήταν αργία και πολύ λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στον δρόμο. Ένας εργασιομανής τσαγκάρης πρόσεξε έναν νεαρό να περιπλανιέται άσκοπα στον δρόμο, φορώντας κουρέλια. Ήταν ταλαιπωρημενος, περπατούσε σαν να είχε πιει ενώ δεν έμοιαζε τα ξεπερνούσε τα 17.
Όταν τον πλησίασε τον ρώτησε αμέσως αν έψαχνε κάτι και αν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο νεαρός δεν απάντησε, παρά μόνο έβγαλε από την τσέπη του ένα γράμμα το οποίο έγραφε πως έπρεπε να παρουσιαστεί επειγόντως στον διοικητή του 6ου συντάγματος Ιππικού της Νυρεμβέργης.
Ο τσαγκάρης αποφάσιε να τον πάει μπροστά στον διοικητή. Όταν οι υπηρέτες του τελευταίου προσφέρθηκαν να τον περιποιηθούν, εκείνος αντέδρασε παράξενα. Δεν έδειχνε και πολύ πολιτισμένος, πιο άγριος από τα συνηθισμένα, και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το λουκάνικο ή την μπύρα, σαν να μην ήξερε τι ήταν. Όταν είδε το ψωμί το έκανε μια χαψιά και ήπιε το νερό σαν να μην υπάρχει αύριο. Όταν τον ρωτούσαν κάτι απαντόυσε «δεν ξέρω» και πότε πότε έλεγε, «θέλω να γίνω καβαλάρης, σαν τον πατέρα μου».
Ο διοικητής δεν πήρε τις απαντήσεις που ήθελε και τον πήγε στην αστυνομία. Κι εκεί όμως δεν βγήκε άκρη. Οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν. Όταν του έδωσαν χαρτί και μολύβι, εκείνος έγραψε μόνο το όνομά του. «Kaspar Hauser». Ήταν ένα όνομα που θα γινόταν το επίκεντρο του πιο παράξενου και άλυτου μυστηρίου της Ευρώπης.
Ο Κάσπαρ οδηγήθηκε στον πύργο του Vestner, όπου φυλασσόταν από έναν δεσμοφύλακα και τον επισκεπτόταν συχνά ένας γιατρός και τα παιδιά του δεσμοφύλακα. Ο εντεκάχρονος γιός του δεσμοφύλακα Hiltel, του δίδαξε το αλφάβητο. Όταν μεταφέρθηκε στο σπίτι του δεσμοφύλακα, ο Hiltel παρατήρησε κάποια παράξενα πράγματα στο αγόρι. Δεν ντρεπόταν όταν τον έπλεναν ενώ φάνηκε να μην ξεχωρίζει τον άντρα από τη γυναίκα, παρά μόνο από τα ρούχα τους. Είχε μονίμως ένα ήρεμο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Το δεύτερο γράμμα ήταν μάλλον ένα γράμμα από την μητέρα του. Το παιδί είχε γεννηθεί το 1812. Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Εκείνη ήταν φτωχή και αναγκάστηκε να δώσει το παιδί, με την οδηγία να υπηρετήσει στο Ιππικό , όπως και ο πατέρας του. Το μυστήριο γινόταν όλο και πιο περίπλοκο.
Ο Κάσπαρ μετά την υιοθεσία του
Η ιστορία του Κασπάρ έγινε γνωστή σε ολόκληρη την Νυρεμβέργη. Μαζί του ασχολήθηκε ο διάσημος εγκληματολόγος, Anselm Ritter von Feuerbach, ο οποίος μεσολάβησε ώστε να δοθεί για υιοθεσία. Συγχρόνως, έψαχνε και την υπόθεσή του. Ο άνθρωπος που τον υιοθέτησε ήταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Έμαθε τα πάντα στον Κάσπαρ και εκείνος ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Έφτασε σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο και μπορούσε πλέον να μιλήσει καθαρά.
Το 1829 έγραψε την αυτοβιογραφία του. Μεγάλωσε σε ένα κελί που δεν έμπαινε φως και για πολύ καιρό, τρεφόταν με ψωμί και νερό. Κάποια στιγμή ο «άνθρωπος» που τον επισκεπτόταν του έδωσε μερικά βιβλία και τον πρόσταξε να μάθει γραφή και ανάγνωση. Μια μέρα εμφανίστηκε και του είπε πως έπρεπε να φύγουν. Αργότερα βρέθηκε να περπατά στους δρόμους της Νυρεμβέργης.
Το μνημείο στην Νυρεμβέργη
Η ιστορία του έγινε ακόμα πιο μυστήρια, όταν κάποιος αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει. Προσπάθησε να τον μαχαιρώσει στον λαιμό μέσα στο σπίτι του, αλλά ο Κάσπαρ έσκυψε και δέχθηκε το μαχαίρι στο μέτωπο. Λιποθύμησε στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Ο νεαρός βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, ωστόσο περιέγραψε τον παραλίγο δολοφόνο του, όσο καλύτερα μπορούσε. Είπε πως πριν αποπειραθεί να τον δολοφονήσει του είπε: «Πρέπει να πεθάνεις πριν φύγεις από τη Νυρεμβέργη». Ξεκίνησε αμέσως έρευνα, αν και η κοινή γνώμη πίστεψε πως ο Κάσπαρ προκάλεσε μόνος του τα τραύματά του, προσπαθώντας να ξανακερδίσει την προσοχή της πόλης.
Υιοθετήθηκε ξανά από έναν λόρδο ονόματι Stanhope, ο οποίος όμως τον βαρέθηκε και τον παράτησε στο σπίτι ενός γνωστού του. Κι εκεί ο Κάσπαρ συμπεριφερόταν παράξενα. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1832, συνάντησε έναν άντρα σε ένα πάρκο που είχε πληροφορίες για την μητέρα του. Ο άγνωστος του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον τραυμάτισε θανάσιμα στον πνεύμονα και το συκώτι. Ο Κάσπαρ Χάουζερ, δέχθηκε δολοφονική επίθεση για δεύτερη φορά. Επιτυχημένα αυτή τη φορά. Το ερώτημα ήταν γιατί;
«Ενθάδε κείται ο Κασπάρ Χάουζερ, ένα αίνιγμα της εποχής του, η καταγωγή του άγνωστη, ο θάνατος του μυστηριώδης»...
Μια απίθανη συνωμοσία
Μερικοί υποστηρίζουν πως ο Κάσπαρ ήταν μια αθώα ψυχή που χειραγωγήθηκε. Άλλοι πάλι λένε πως ήταν ένας ικανότατος τυχοδιώκτης, που εκμεταλλεύτηκε πρόσωπα και καταστάσεις. Ο εγκληματολόγος Feuerbach στην έρευνά του κατέληξε πως, αν και αρχικά ήταν αρκετά αρνητικός, ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Δούκα του Baden, όπως αργότερα έγραψε και στο βιβλίο του. Ο Δούκας του Baden έκανε τρείς γιούς οι οποίοι πέθαναν, ενώ οι κόρες του έζησαν όλες. Ο ίδιος, όταν δηλητηριάστηκε, υποστήριξε ότι το ίδιο έγινε και με τους γιούς του. Το πρώτο παιδί, ο Κάσπαρ, αντικαταστάθηκε με ένα νεκρό παιδί ενός χωρικού και δόθηκε σε έναν στρατιώτη για να το κρατήσει έγκλειστο σε ένα σπίτι. Η μητριά του Δούκα, επωφελήθηκε απ’ όλη αυτή την κατάσταση για να τοποθετήσει στην θέση του Δούκα τον γιό της, Leopold. Κάποια χρόνια αργότερα ο βασιλιάς Ludwig της Βαυαρίας, φέρεται να παραδέχτηκε στο ημερολόγιό του πως ο Κάσπαρ ήταν ο «νόμιμος Μεγάλος Δούκας του Baden».
Όλα αυτά τα χρόνια, ο νόμιμος διάδοχος λοιπόν κρυβόταν σε ένα σπίτι και αργότερα θα γινόταν ένας απλός στρατιώτης. Τέλειο σχέδιο, ισχυρίστηκε ο Feuerbach, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά νεκρός σε ένα ταξίδι του, όπου θα συναντούσε κάποιον για να συζητήσει για τον Κάσπαρ. Το ίδιο και ο γιός του, λίγα χρόνια αργότερα.
Η ιστορία του Κάσπαρ παραμένει ένα άλυτο μυστήριο μέχρι σήμερα. Αποτέλεσε αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας, της εγκληματολογίας και του κινηματογράφου. Το 1974, ο σκηνοθέτης Werner Herzog παρουσίασε εξαιρετικά επιτυχημένα, την δική του εκδοχή για την ζωή του στην ταινία «Το αίνιγμα του Kaspar Hauser».
Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή, Αθήνα
email : embrostheater0@gmail.com